- μίλτινος
- -ή, -ο (Α μίλτινος, -ίνη, -ον) [μίλτος]κατασκευασμένος από μίλτοαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ μίλτινονη μίλτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίλτινος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλτινον — μίλτινος of masc acc sg μίλτινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιλτίνην — μίλτινος of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίλτειος — μίλτειος, εία, ον (Α) 1. μίλτινος 2. φρ. «μίλτειον στάγμα» η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. ειος (πρβλ. θαλάσσ ειος)] … Dictionary of Greek